Ευτυχία είναι ν’ αγαπάς

στις

Μεσημέρι πια, κι ο ήλιος έκαιγε στην παραλία του Αβλέμονα των Κυθήρων. Είχε σηκώσει μελτεμάκι κι ο τόπος απάγκιαζε εντελώς, σε σημείο να μένει η θάλασσα ακύμαντη.

Καθισμένος στο γωνιακό τραπεζάκι πάνω από το δρόμο και κάτω από την πέργκολα του μαγαζιού, χάζευα το τοπίο. Μπροστά μου μια σαλάτα, οι αγαπημένες μου ψητές σαρδέλες και λευκό κρασάκι, κρύο – κρύο, από το ψυγείο.

Στην άλλη άκρη της αυλής, στα σκαλιά από τον δρόμο, ανέβαινε μια παρέα από γνωστά πρόσωπα του Πειραιά, ένας νομαρχιακός σύμβουλος, ένας δικηγόρος ειδικευμένος στα ναυτιλιακά, ένας επιχειρηματίας στον χώρο των ειδών σπιτιού και τελευταία, δεν είναι δυνατόν, εκείνη.

Έμεινα με το ποτήρι μετέωρο στο δεξί χέρι, να να κοιτώ την γυναίκα που, χωρίς να το γνωρίζει -ίσως και να το υποψιάζονταν κάποτε- χάραξε την ζωή μου, τότε που είχα φτάσει στον τελευταίο χρόνο πριν από το πτυχίο.

Έμεινα ακίνητος, σχεδόν κρατούσα την ανάσα μου, καθώς την παρατηρούσα, πάντα λυγερή και όμορφη με το πυκνό σκούρο κατσαρό της μαλλί να πλαισιώνει το σταρένιο οβάλ πρόσωπο και την «γαλλική» της μυτούλα. Φορούσε ένα λεπτό, παλ-ώχρα, ριχτό, λινό φουστάνι με τιράντες και με το δυνατό μεσημεριάτικο φως, το γυμνό κορμί της φέγγιζε ελαφρά, διαγράφοντας άκρως ελκυστικό προφίλ. Λάτρευε πάντοτε την αίσθηση της γύμνιας, κρυμμένης κάτω από αέρινο καλοκαιρινό ύφασμα.

Εκείνη την στιγμή διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Θα πρέπει να έδειχνα μάλλον ηλίθιος, με το ακίνητο ποτήρι στο χέρι και τα τεντωμένα από την ένταση χαρακτηριστικά. Δεν έχασε την ψυχραιμία της, αν και ταράχτηκε λίγο, μου χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο και γυρίζοντας στον σερβιτόρο που τακτοποιούσε τις καρέκλες για να καθίσουν στο τραπέζι, κάτι ρώτησε κι εκείνος σήκωσε το χέρι προς την μεριά μου, κάνοντας μια κίνηση που έδειχνε ότι θα έπρεπε να στρίψει αριστερά στην πίσω πλευρά του μαγαζιού.

Με το φωτεινό της χαμόγελο και με ρυθμικό βήμα, ήρθε προς το μέρος μου, κοντοστάθηκε, ψιθύρισε «Τι υπέροχη συγκυρία, αγαπημένε μου. Δεν σε προσκαλώ μαζί μας. Θα πλήξεις. Θα βρεθούμε πριν το σούρουπο στην αμμουδιά». Και, μ’ ένα νεύμα της κεφαλής, έδειξε προς την μικρή παραλία, χαμηλά στα βράχια, στην στροφή του δρόμου.

Καθώς έσκυψε ελαφρά προς το μέρος μου, φέγγισε το προφίλ του στήθους της, προκαλώντας μου ένα σφίξιμο στο στομάχι κι ένα τσίμπημα στην καρδιά.

Ανασήκωσε το κεφάλι και την μυτούλα της κι απομακρύνθηκε προς το πίσω μέρος του μαγαζιού με λικνιστά βηματάκια. Μια μελωδία της κίνησης, όπως κάποτε, λικνίζονταν τα δάχτυλά της πάνω στα πλήκτρα του πιάνου.

~~~~~~~~~~~~~

Την γνώρισα όταν ήταν ακόμα στην Δ’ Γυμνασίου κι εγώ, μόλις πρωτοετής. Ένα γλυκύτατο κορίτσι, έδειχνε πιό ώριμη από την ηλικία της και πραγματικά απολάμβανα να της κάνω μάθημα.

Δύο χρόνια αργότερα, μέσα από την συμφορά του θανάτου του πατέρα της, πολύ νέου, έδειξε να ωριμάζει οδυνηρά κι απότομα. Μέσα από το πρόσωπο του πόνου, την ερωτεύτηκα. Σιωπηλά κι ανομολόγητα στην αρχή.

Έναν χρόνο μετά, ήταν φοιτήτρια κι εγώ στο τελευταίο έτος. Τότε τόλμησα να εκφράσω τον έρωτά μου. Η απάντηση ήταν αρνητική σε όποια επιθυμία μου. Μόνο κάποιο βράδυ, καθώς της είπα ότι θα πήγαινα σε ένα πάρτυ φρικιών που κάποιοι έκαναν και χρήση ουσιών, με αγκάλιασε ανήσυχη, λέγοντας «να προσέχεις πολύ, σε παρακαλώ».

Παρατήρησα ότι είχε καλύψει τα χείλη της με lip-gloss και μύριζε μανταρίνι. Με διάθεση πειρακτική, καθώς ήμασταν πρόσωπο με πρόσωπο, σχολίασα ότι έτσι προστάτευε τα χείλη της μην τολμήσω και ζητήσω να την φιλήσω. Κοκκίνησε ελαφρά, έβαλε τα χέρια της στους κροτάφους μου και με φίλησε παρατεταμένα. Ένιωσα τα γόνατά μου να τρέμουν. Όταν με άφησε, αρκετά δευτερόλεπτα μετά, της ψιθύρισα, «σ’ αγαπώ». Μου απάντησε «κι εγώ, είσαι ο καλύτερός μου φίλος».

Ήταν η μόνη τρυφερή στιγμή μεταξύ μας κι έμεινε χαραγμένη ανεξίτηλα στην μνήμη μου με εσάνς μανταρίνι. Η λέξη «φίλος» όμως, πόνεσε, πόνεσε πολύ. Κι έκτοτε δεν αναφέρθηκα ποτέ ξανά στον έρωτά μου που είχε φουντώσει μέσα μου. Ένας έρωτας που σταδιακά μετασχηματίστηκε από έλλειψη και θλίψη σε χαρά να βρίσκομαι κάπου κοντά της και να την παρακολουθώ ευτυχισμένη με τις εκάστοτε σχέσεις της.

Πέρασαν χρόνια, οι ερωτικές συντροφιές εναλλάσσονταν στις ζωές μας, ώσπου χώρισαν οι δρόμοι μας. Βρεθήκαμε σε διαφορετικές πόλεις με άλλες ανάγκες κι άλλες παρέες από τις μέχρι τότε κοινές. Η θερμή συχνή συντροφιά ατόνησε κι αραίωσε.

Ώσπου πλέον συναντιόμασταν πολύ σπάνια, με μεσοδιαστήματα χρόνων και κυρίως σε θλιβερές τελετές θανάτων, φίλων ή συγγενών.

Καθιστός στην αμμουδιά, παρατήρησα τον ήλιο να δύει πίσω από τα σπίτια. Καθώς σκοτείνιαζε το σούρουπο, το έρημο αραξοβόλι με τα πέτρινα σκαλιά αριστερά, μου προξενούσε μια ελαφρά μελαγχολία και θυμήθηκα την αγαπημένη της φράση: «Η γκρίζα ώρα πλησιάζει. Η ώρα που πεθαίνουν τα χρώματα».

Στράφηκα προς το κεφαλόσκαλο της πέτρινης κλίμακας. Την φαντάστηκα, γελαστή, αέρινη, γυμνή κάτω από το ανάλαφρο ριχτό ρούχο να φεγγίζει διάφανο στα χρώματα του δειλινού και με πλημμύρισε ηδονή και πόθος που μ’ έκαιγε σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Όχι, δεν θα ερχόταν. Αυτή ήταν πάντοτε η μεταξύ μας σχέση. Πικρή και λατρεμένη. Γύρισα δίπλα μου κι έκλεισα το κινητό. Για να μην αισθανθεί ταπεινωμένη να απολογείται από τηλεφώνου, κάπως σαν… »μας έτυχε κάτι και φύγαμε εσπευσμένα» ή «με κρατούν απασχολημένη με θέματα εργασίας, Θωμάκι μου σε παρακαλώ μην στενοχωρηθείς». Όχι, η φιλία της και ο έρωτάς μου, η αγάπη που μας έδενε μια ζωή, δεν άξιζε κάτι τέτοιο. Άλλωστε είναι η μόνη γυναίκα στο σύμπαν που της αναγνώριζα το δικαίωμα να με αποκαλεί με υποκοριστικό. Ούτε στην μάνα μου την ίδια δεν το επέτρεψα.

Ναι, είχα την δύναμη να φροντίσω την περηφάνια της να μην ταπεινωθεί. Και, χαμογελαστός, σηκώθηκα όρθιος, φόρεσα το λινό μπλουζάκι πάνω από το μαγιό, πήρα τα πράγματά μου και, με ελαφρύ αναστεναγμό, στράφηκα προς την ανωφέρεια των βράχων. Θα ήμουν εγώ αυτός που θα έφευγε, το ίδιο κιόλας βράδυ, από τον όμορφο Αβλέμονα, για να μην την δυσκολέψω. Θα της έλεγα μάλιστα από τηλεφώνου ότι καλύτερα που δεν ήρθε, γιατί αναγκάστηκα να φύγω εσπευσμένα από τα Κύθηρα.
Γύρισα για μια τελευταία ματιά προς τα χρώματα της δύσης, πίσω από τα σπιτάκια της ακτής.

~~~~~~~~~~~~~~~

Άνοιξα διστακτικά τα μάτια, θαμπωμένος. Μπροστά μου, ο πρωϊνός ήλιος έμπαινε από το παράθυρο και φώτιζε τον μικρό κάκτο στο γλαστράκι, δίπλα μου. Κι εκείνος, «ευτυχισμένος», άνοιγε αργά-αργά ένα μεγάλο ολοπόρφυρο μπουμπούκι για να χαιρετήσει το φως που τον έλουζε.
Ανακάθισα στο κρεβάτι, χαμένος ακόμα στο όνειρο. Πώς είναι δυνατόν να την ονειρεύτηκα σε ένα τόπο που δεν έχω πάει ποτέ;

Άνοιξα το Google Earth και διαπίστωσα ότι το μαγαζί, ο δρόμος που έστριβε πάνω από τα βράχια της ακτής, η μικρή αμμουδερή παραλία, η πέτρινη κλίμακα, ολάκερος ο τόπος που την ονειρεύτηκα ήταν πράγματι, ίδιος ο Αβλέμονας. Έμεινα να χαζεύω το μόνιτορ απορημένος…

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ερωτευμένος, κατευθύνθηκα στο μπάνιο σιγοσφυρίζοντας:

Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε
(αγάπη μου)
Το χάσαμε το πλοίο της γραμμής
(για πάντα)
.

(Photo Αβλέμονα: Περικλής Μεράκος)

3 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας

  1. Ο/Η seviboutos λέει:

    Πόσο λυπηρό οι παλιές ιστορίες νάχουν τελειώσει, χωρίς ν’αφήνουν κάποιο περιθώριο για συνέχεια. Ωραία γραφή που την απολαυάνεις με παλιό κρασί !

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Ο/Η Thomas Argyreas λέει:

      Με αυτές μεγαλώσαμε και μάθαμε ότι Έρωτας δεν είναι τόσο «Θέλω» όσο «Θέλεις;».
      Μάθαμε να αγαπάμε και να προσφερόμαστε σε κι όχι να απαιτούμε να μας αγαπούν.

      Μου αρέσει!

  2. Ο/Η Ανώνυμος λέει:

    Γλυκιά μελαγχολία………

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε